χυτοσίδηρος

χυτοσίδηρος
Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου - άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός είναι κράμα σιδήρου - άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα κάτω του 1,78%. Ως υλικό κατασκευών ο χ. παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στη συμπίεση, αλλά όχι στον εφελκυσμό (τράβηγμα)· εκτός από μερικές εξαιρέσεις, δεν είναι υλικό όλκημο και ελατό και δεν σφυρηλατείται. Αντίθετα είναι εύτηκτος και ρέει εύκολα στα καλούπια, γι’ αυτό και προσφέρεται πολύ για εκτέλεση χυτών κατασκευών. Στην πράξη το ποσοστό άνθρακα διατηρείται μεταξύ του 2,4 και του 4,5%, και τούτο για τη βελτίωση των χυτευτικών του χαρακτηριστικών και ιδιαίτερα για τη μείωση της θερμοκρασίας τήξης. Ο χ. με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα ονομάζεται χαλυβδοειδής, γιατί οι ιδιότητές του πλησιάζουν εκείνες του χάλυβα. Ο χ. παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές συστατικές μορφές, ανάλογα με τον τρόπο που συνδυάζεται ο άνθρακας με τον σίδηρο για να σχηματίσει το κράμα σιδήρου - άνθρακα. Αν είναι διαλυμένος με μορφή ανθρακούχου σιδήρου (σεμεντίτης) έχουμε τον λευκό χ., εάν είναι με μορφή ελεύθερου άνθρακα (γραφίτης) έχουμε τον φαιό χ. Ο πρώτος είναι σκληρός, με ανοιχτόχρωμη εμφάνιση και με ειδικό βάρος μεγαλύτερο από εκείνο του φαιού χ. Χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή χάλυβα με διάφορες μεθόδους εκκαμίνευσης και ονομάζεται γι’ αυτό χ. μεταλλουργίας. Ο φαιός χ. είναι λιγότερο σκληρός από τον λευκό, ελαφρύτερος και τήκεται σε υψηλότερη θερμοκρασία (1200°C), αλλά περνάει κατευθείαν από τη στερεά κατάσταση στην υγρή χωρίς να γίνει πολτώδης, όπως αντίθετα συμβαίνει με τον λευκό χ. Είναι ιδιαίτερα κατάλληλος για την κατασκευή χυτών κατασκευών, γι’ αυτό ονομάζεται επίσης χ. χυτηρίου. Χυτοσίδηρος ή μαντέμι είναι κράμα σιδήρου άνθρακα. Στη φωτογραφία, μικροφωτογραφία μεγενθυμένη 250 φορές.
* * *
ο, Ν
(μεταλργ.) κράμα από σίδηρο και άνθρακα και χαμηλές αναλογίες πυριτίου και μαγγανίου, καθώς και προσμίξεις θείου και φωσφόρου, που παράγεται σε ειδικές υψικαμίνους, κν. μαντέμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + σίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χυτοσίδηρος — ο ο χυτός σίδηρος, ο σίδηρος που αναμείχτηκε κατά το λιώσιμο με μικρή ποσότητα άνθρακα, το μαντέμι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • κούφωμα — Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

  • μαντέμι — το 1. κάθε ορυκτό που περιέχει μέταλλο για καμίνευση, μετάλλευμα 2. ο χυτοσίδηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maden] …   Dictionary of Greek

  • σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… …   Dictionary of Greek

  • χυτήριο — Εγκατάσταση όπου πραγματοποιείται τήξη των μετάλλων, τα οποία, με τις κατάλληλες ενέργειες, μεταβάλλονται σε χυτά μηχανικά τεμάχια διαφόρων σχημάτων. Οι μέθοδοι χύτευσης, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα, είχαν μεγάλη ανάπτυξη κατά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”